- εύστομος
- -η, -ο (ΑΜ εὔστομος, -ον)ευφραδής, εύγλωττοςαρχ.1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.)2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη είσοδο («εὐστόμων ἐπιτύχωμεν λιμένων», Θεοδώρ.)4. (για άλογα) εκείνο που υπομένει εύκολα («εὐστόμους τῷ χαλινῷ», Πλούτ.)5. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο6. (για πουλιά) αυτός που κελαηδά γλυκά7. αυτός που αποφεύγει τις δυσοίωνες λέξεις και τηρεί θρησκευτική σιγή, αυτός που σιωπά («περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω» — γι' αυτά τα πράγματα ας κρατήσω κλειστό το στόμα μου, Ηρόδ.)8. φρ. «εὔστομ' ἔχε» — σώπα, μη μιλάς9. ευχάριστος στο στόμα, γευστικός, νόστιμος.επίρρ...εὐστόμως (Α)1. με καθαρή φωνή2. μελωδικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, μεγαλό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.